- άναυδον
- ἄναυδονἄναυδοςspeechless: masc /fem acc sgἄναυδοςspeechless: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἄναυδον — ἄναυδος speechless masc/fem acc sg ἄναυδος speechless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρύζω — και ῥυζῶ, έω, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) ράζω, γρυλλίζω ή γαβγίζω 2. (για γεράκι) κρώζω, κράζω 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥύζουσι διαμωκῶνται, μισοῡσι, γογγύζουσι» β) «ῥυζῶν πενθῶν διὰ τὸ τοὺς πενθοῡντας ἄναυδόν τινα ἦχον προφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… … Dictionary of Greek